Το ανέσπερον φως στο Χάνδακα
Ένα αφιέρωμα από τον Αλέκο Α. Ανδρικάκη στην απουσία του Νίκου Γιανναδάκη. Πρωτοδημοσιεύτηκε στις 24 Μαρτίου 2008 στην “Πατρίδα” και αναδημοσιεύεται με προσαρμογές, με αφορμή τη συμπλήρωση, σήμερα, 25 χρόνων από τον θάνατο του τελευταίου Εφόρου της Βικελαίας. Αναχώρηση και απουσία την οποία ουδείς θυμήθηκε στον δήμου Ηρακλείου, καθώς ασχολούνται με τις εκλογές και τη στήριξη των υποψηφίων τους στο ψηφοδέλτιο του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ…
Δείτε:
Αν υποψιαστώ ότι περιφέρεια Κρήτης και δήμος Ηρακλείου έχουν γίνει εκλογικά κέντρα του ΠΑΣΟΚ…
Πάνε 25 χρόνια πλέον από εκείνη την ημέρα που ο Νίκος Γιανναδάκης, η ασκητική μορφή των Γραμμάτων της πόλης, έπαψε να φωτίζει με τη φυσική του παρουσία το Χάνδακα από το δεύτερο όροφο του μεγάρου Αχτάρικα. Ένα φως όμως που ποτέ δεν έσβησε στο κέντρο της πόλης και στις καρδιές των ανθρώπων στην Κρήτη και σʼ όλη την Ελλάδα. Ο Νίκος έφυγε τόσο βιαστικά και βίαια, τόσο άξαφνα, έχοντας τόσα πολλά ακόμη να υπογράψει. Η αναζήτησή του είναι αποδεδειγμένα εμφανής σήμερα σε μια πόλη μίζερης πνευματικότητας.
Ο Νίκος Γιανναδάκης στο γραφείο του στη Βικελαία το 1997, λίγους μήνες πριν τον θάνατό του. Διακρίνονται ακόμα, από δεξιά, ο τότε αντιδήμαρχος Κωστή Σχιζάκης, όρθιος στη μέση ο αείμνηστος σκιτσογράφος Γιάννης Ανδρεαδάκης και πίσω από τον Ν. Γιανναδάκη ο νεαρός τότε υπάλληλος της Βικελαίας και σήμερα διοικητικός προϊστάμενος, Δημήτρης Σάββας
Επί 15 χρόνια, εκεί από το παλιό μέγαρο της πλατείας των Λιονταριών, παρέα με τον Ανδρέα Σαββάκη, τον αδελφό του, από τα μαθητικά αλλά και τα δύσκολα χρόνια της φυλακής και των άλλων διώξεων της αριστερής και ατίθασης νεότητάς τους, και ελάχιστους αλλά εξαιρετικούς συναδέλφους – συνεργάτες του, προσπαθούσαν να φωτίσουν την πνευματική ομίχλη του Ηρακλείου. Με συμπαραστάτες τις πνευματικές δυνάμεις της πόλης εκείνη την εποχή.
Ένα άσβηστο φως ο Νίκος Γιανναδάκης, ένα σήμα αφύπνισης για τους συμβιβασμένους και τους κυνηγούς του βολέματος και του πλούτου της άλλοτε πνευματογέννας πολιτείας του Χάνδακα, εκείνης που δημιούργησε έναν Καζαντζάκη, έναν Ξανθουδίδη και, στα νεότερα χρόνια, έναν Σπανάκη, έναν Πλατάκη ή έναν Σταυρινίδη. Ένα ανέσπερο φως αντίστασης σε εκείνα που ισοπεδώνουν τους λόγους για τους οποίους ο Βικέλας, ακριβώς εκατό χρόνια πριν, αποφάσιζε να δωρίσει τον δικό του πνευματικό πλούτο για να δημιουργηθεί η θαυμαστή απ΄ όλη την Ελλάδα (πλην ίσως μερικών ηγητόρων της πόλης της) Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη.
Κι αν ο κοσμοπολίτης διανοούμενος Βικέλας ξανάψαχνε σήμερα τους λόγους για τη δωρεά του στο Ηράκλειο, η λιτή μορφή αλλά μεγαλειώδης παρουσία του Γιανναδάκη θα ήταν εκείνη που θα του έδινε την αιτία για το δώρο του.
Ο Νίκος έφυγε σαν σήμερα πριν από 25 χρόνια. Η διαδρομή του μισοτελειωμένη. Οι αγωνίες του για το δημιούργημά του τον έπνιγαν μέχρι την ύστατη ώρα. Τις εξέφραζε συχνά με τον τρόπο που εκείνος ήξερε. Χωρίς θόρυβο, αλλά ουσιαστικά και καθαρά. Όπως τότε, λίγες μέρες πριν αναχωρήσει, που έγραφε το κείμενο υποδοχής των ξένων καλεσμένων στην έκθεση των Φαγιούμ, ένα κείμενο με τον υπαινιχτικό τίτλο «Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη ή αλλιώς μια μποτίλια ριγμένη στο πέλαγος». Οι αγωνίες αυτές θα έπρεπε να είναι σήμερα η παρακαταθήκη για τους πολιτικούς διαχειριστές. Εκείνες που θα έπρεπε να τους κάνουν να χάνουν τον ύπνο τους, εφόσον η συνείδηση τους ήταν ελαφρά.
Στο σεμνό και συνάμα μεγαλειώδη Γιανναδάκη η αναφορά μνήμης δεν μπορεί παρά να είναι σεμνή και ταυτόχρονα μεγαλειώδης. Σεμνή και λιτή από τη γραφίδα εκείνων που αναζητούν σήμερα το δικό του φως να φωτίσει στη σκοτεινιά της πόλης. Αλλά μεγαλειώδης από τη δική του φωνή, το δικό του κληροδότημα στο Μεγάλο Κάστρο, τα γραπτά του.
Τιμώντας τη μνήμη και την προσφορά του με έναν ελάχιστο, μπροστά στην πνευματική μεγαλοσύνη του ανδρός, τρόπο, επιλάξαμε να δημοσιεύσουμε δικά του κείμενα που σχετίζονται με τον Γιώργο Σεφέρη, τον ποιητή, όπως τον αποκαλούσε. Πρόκειται για κείμενα γραμμένα μέσα στη φυλακή του Κορυδαλλού το 1972, ένα χρόνο μετά το θάνατο του Σεφέρη, τα οποία δημοσιεύτηκαν στα «Τετράδια», στο χειρόγραφο περιοδικό που εξέδιδαν παράνομα οι πολιτικοί κρατούμενοι. Τα «Τετράδια» παρέδωσε αργότερα ο Ν. Γιανναδάκης στη σύντροφο του Σεφέρη Μαρώ. Μην ξεχνάμε ότι αυτή η σχέση Νίκου – Μαρώς συνέβαλλε στο να δοθεί στη Βικελαία η πολύτιμη και μεγάλη σε αριθμό βιβλίων βιβλιοθήκη Σεφέρη.
Δημοσιεύουμε καταρχήν ένα επεξηγηματικό για τα «Τετράδια» και τη συνάντηση με τη Μαρώ Σεφέρη, κείμενο του Νίκου Γιανναδάκη, από το περιοδικό «Η Λέξη» και στη συνέχεια τα κείμενα του Νίκου για τον ποιητή, με τον τίτλο «ο άνθρωπος…ο ποιητής» και «συνειρμοί».
Νίκος Γιανναδάκης – “Τετράδια ʼ72”: Μια μαρτυρία
Πριν λίγες μέρες συνάντησα την κυρία Μαρώ Σεφέρη, στο κατάφορτο από τη μνήμη του ποιητή σπίτι της. Έπρεπε να ακούσω τις σκέψεις της για την καταλογράφηση της βιβλιοθήκης του Γιώργου Σεφέρη και για την έκδοση αυτού του καταλόγου- έργο που αναλαμβάνει τελικά η Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου.
Η συνάντηση κράτησε σχεδόν δύο ώρες. Τότε, εικόνες ενός παρελθόντος μακρινού, τυλιγμένες από ένα θαμπό φως και με αγκίδες στις άκρες τους, άρχισαν να αναδεύονται μέσα μου, και η μνήμη γύρισε πολλά χρόνια πίσω, για να σταθεί και να υποκλιθεί συνάμα σε μια ιδιαίτερα μεγάλη (για μένα τουλάχιστον) στιγμή: στη στιγμή του Σεπτεμβρίου του 1972, που μια ομάδα πολιτικών κρατουμένων στις φυλακές του Κορυδαλλού εξέδωσε ένα χειρόγραφο περιοδικό-αφιέρωμα στον ποιητή Γιώργο Σεφέρη. Όταν ανέφερα το περιστατικό αυτό στην ευγενική δέσποινα Μαρώ Σεφέρη, τα μάτια της με κοίταξαν με συγκίνηση. Και όταν, ύστερα από μια εβδομάδα, μου ζήτησε να γράψω δύο λόγια για τα ιστορικά αυτού του περιοδικού-αφιερώματος (“Τετράδια ʼ72” είναι ο τίτλος του), δέχθηκα να το κάνω, προσπαθώντας όμως να δώσω και κάποιες απαραίτητες, κατά τη γνώμη μου, επεξηγήσεις για τα περιεχόμενά του.
Τα “Τετράδια” ήταν ένα περιοδικό που έβγαζαν κρυφά οι πολιτικοί κρατούμενοι μιας ορισμένης παράταξης της αριστεράς, και την ευθύνη για τον προσανατολισμό του είχε πάντα ή εκάστοτε καθοδηγητική ομάδα το λεγόμενο “γραφείο”. Στις στήλες του φιλοξενούνταν κείμενα πολιτικού, κυρίως, περιεχομένου, που αντικείμενό τους συνήθως είχαν τη διάσπαση του κουμμουνιστικού κόμματος. Η έκδοση, λοιπόν, ενός τεύχους αφιερωμένου στον ποιητή Γιώργο Σεφέρη αποτέλεσε μια παραφωνία, η εξήγηση της οποίας θα πρέπει να αναζητηθεί στο ότι ορισμένοι από τους πολιτικούς κρατούμενους τότε αποτελούσαν ήδη μια “παραφωνία”. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν, ζώντας με προσωπικό τρόπο οδυνηρές εμπειρίες, αποδεσμευθεί (ή σχεδόν αποδεσμευθεί) από πολλά παλαιά σχήματα λέξεως και διανοίας που ασκούσαν ρόλο δυνάστη στην καθημερινή σκέψη και πράξη τους σαν σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες που ήταν. Ο Σεφέρης γιʼαυτούς τους ανθρώπους, ενσάρκωνε, θα έλεγα, την πρώτη δυνατότητα, το πρώτο στέρεο σκαλοπάτι, για νʼαρχίσουν νʼανηφορίζουν τον δύσκολο δρόμο που φέρνει στην ανεύρεση μιας προσωπικής- και, άρα, αληθινότερης- γλώσσας και έκφρασης.
Για τους άλλους, ο Σεφέρης ήταν γνωστός από τρια, κυρίως, γεγονότα: τη δήλωσή του κατά του στρατιωτικού καθεστώτος, την απονομή σʼ αυτόν του Βραβείου Νόμπελ και την πολιτική μουσική επένδυση μιας σειράς ποιημάτων του. Απʼ αυτή τη “γνώση” έφταναν αυτοί στη “γνώση” του σεφερικού έργου.
Δυό λόγια τώρα για τα περιεχόμενα των “Τετραδίων ʼ72” που είναι αφιερωμένα στον ποιητή Γιώργο Σεφέρη και που στάλθηκαν τότε στην κυρία Μαρώ Σεφέρη από το σύνολο των πολιτικών κρατουμένων μιας ορισμένης, όπως είπαμε, παράταξης της αριστεράς (τα ονόματα τους δημοσιεύονται στο τεύχος 64 του περιοδικού “Αντί” το 1977).
Πρόκειται για ένα τεύχος τριαντατεσσάρων σελίδων, χειρόγραφο.
Στην τρίτη σελίδα φέρει την ένδειξη “Τετράδια ʼ72-Σεπτέμβρης, παράρτημα στο τευχ. αρ. 22”. Λόγοι ευνόητοι καθιστούσαν απαγορευμένη την αναγραφή των ονομάτων αυτών που έγραψαν τα κείμενα του αφιερώματος. Για την ιστορία του πράγματος, μπορώ τώρα να τα αναφέρω:
Το κείμενο της τέταρτης σελίδα (“Με στίχους του Γ. Σεφέρη”) επιμελήθηκε ο Λευτέρης Τσίλογλου. Τα κείμενα της ένατης σελίδα (“Ο άνθρωπος… ο ποιητής”) και της δέκατης έβδομης (“Συνειρμοί”) έγραψε ο συντάκτης αυτού εδώ του σημειώματος. Τα σχόλια “Στη δήλωση του ποιητή” τα έγραψε ο Γιάννης Καούνης, ενώ το κείμενο για την “Ελένη” (του Γιάννη Ρίτσου) ανήκει στον Λάκη Προγκίδη. Τέλος, στο ερώτημα του περιοδικού “Τι είναι για σένα ο Σεφέρης;” απόψεις διατυπώνουν είκοσι πολιτικοί κρατούμενοι που είναι, κατά σειρά οι εξής: Παύλος Κλαυδιανός, Μήτσος Παρτσαλίδης, Θεόδωρος Καλαϊτζής, Αντώνης Μαργαρίτης, Γιώργος Κισσάς, Νίκος Κιάος, Γιώργος Μιχαλογιάννης, Στέφανος Τράτσης, Γιάννης Καμαρίκος, Γιώργος Αναστασίου, Μιχάλης Πανταχός, Γιάννης Γκιρκούδης, Γιάννης Στρατής, Επ. Μπαρχαμπάς, Σωτήρης Τσιακμάκης, Βαγγέλης Απολλωνάτος, Λευτέρης Κολοβός, Κώστας Τόμτσης, Γεράσιμος Αντωνίου και Χρήστος Ζαρμπάνης.
Το αφιέρωμα των “Τετραδίων ʼ72” στον ποιητή Γιώργο Σεφέρη δεν πρέπει να ιδωθεί με κριτήρια φιλολογικής ποιότητας. Πολύ λίγο θα άντεχε σε μια τέτοια θεώρηση. Ωστόσο, είναι μια χειρονομία αγάπης, που προέρχεται από ένα χώρο φορτισμένο με ένα πνεύμα που ελάχιστα κοινά σημεία είχε με εκείνο του ποιητή και του έργου του. Και θα μείνει πάντα (αυτό το πιστεύω) σαν μια σημαδιακή χειρονομία αγάπης.
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Η λέξη” τεύχος 53)
«Συνειρμοί»
Στα 1941 ο ποιητής βρισκόταν μαζί με την Ελληνική Κυβέρνηση στην Κρήτη, σʼ ένα περιβολάκι έξω από τα Χανιά. Οσο δυνάμονε το φεγγάρι τʼ αεροπλάνα πληθαίναν… Κάτω από τον ίσκιο των δέντρων, ο μόνος τρόπος να περάσει κανείς τις νύχτες εκείνες… Στο πλάι μου ο κυρ Μανώλης αναλογιζότανε λιγότερο μηχανοκίνητους πολέμους. “Τα χρόνια εκείνα” – έλεγε, δείχνοντας τα γκρίζα κουνούπια στον ουρανό- “είχε κι αυτός, είχες κι εσύ ένα τουφέκι στα χέρια”. (1)
Αυτή τη νύχτα με φεγγάρι που ανιστορεί ο ποιητής, στην “Εισαγωγή” του για τον Ερωτόκριτο, τη συναντούμε ξανά στον “Τελευταίο Σταθμό” και την “Ελένη”. Πρέπει να είναι από τις λίγες νύχτες με φεγγάρι που τʼ αρρέσαν. Νύχτα που σκεπάζει με πέπλα πυκνά τον φθαρμένο τόπο, που αφήνει την ψυχή κατάμονη πεταλούδα κάτω από το θόλο του άγνωστου και του απόκρυφου, που το χλωμό φεγγάρι φωτίζει τη μνήμη την ιστορική. Και ίσως είναι τέτοιες νύχτες που νοιώθουμε πιο πολύ να εγκαταλείψουμε τη σκέψη μας μες στη ζεστή φούχτα του φίλου μας, του Γ.Σ.
Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης, ένας τρόπος νʼ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς δύσκολα. Γιατί πίσω από το μύθο και τα σύμβολα της “Ελένης” υπάρχει το μονοπάτι που σε φέρνει να δεις το πρόσωπο του καιρού σου χωρίς στολίδια, το πρόσωπο του ανθρώπου που ξαστόχησε όχι γιατί του έλειπε η δεξιότης κι η πίστη, μα γιατί έτσι του τόχε γραμμένο η γυναίκα η μαυρομαντιλούσα. Μέσα από τον δραματικό τόνο της φωνής του Τεύκρου μπορείς να δεις την βαθύτερη, ίσως, ουσία της αγωνίας του σύγχρονου ανθρώπου, τη στέρησή του από τη δροσερή πίστη πως οι ανθρώπινοι μόχθοι θα πρέπει κάποτε νʼ αποκτήσουν ένα διαρκές αντίκρυσμα, πως οι θυσίες στο όνομα των θεών και των ελπίδων του θα πρέπει κάποτε να ξεφύγουν από τη μοίρα της πτώσης και της φθοράς και της λησμονιάς. Ενα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας. Και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες, χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια. Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.
Η “Ελένη” είναι μια τραγωδία χωρίς το στοιχείο της κάθαρσης. Αυτό που στο τέλος μένει στα μάτια του αναγνώστη δεν είναι ούτε η ψευδαίσθηση ούτε η αλήθεια μιας “λύσης”: είναι η μεγάλη απορία της ψυχής μπροστά σʼ έναν κόσμο που έχασε το νόημά του. Το τραγικό που γεννιέται από τη στέρηση των φώτων του κόσμου και του μόχθου χαρακτηρίζει και το Σαιξπηρικό δράμα. Υπάρχει όμως μια διαφορά ανάμεσα στο Σαιξπηρικό δράμα και στην αντίληψη του Σεφέρη για την ιστορική τραγωδία όπως εμφανίζεται στην “Ελένη” και σʼ άλλα του ποιήματα.
Εκεί, η ιστορία δεν έχει νόημα, επαναλαμβάνει σταθερά τον αδυσώπητο κύκλο της. Είναι μια στοιχειακή δύναμη, όπως το χαλάζι, η θύελλα ή η καταιγίδα, η γέννηση και ο θάνατος. Ο άνθρωπος μοιάζει εδώ με τυφλοπόντικα που σκάβει στη γη αλλά που ποτέ δεν θα φτάσει στην επιφάνεια. Καινούργιες γενιές γεννιούνται σε κάθε εποχή, σκάβουν τη γη προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά πάντα θάβονται κάτω από τη γη. Ενας τυφλοπόντικας έχει τα όνειρά του. Για πολλά χρόνια φαντάζεται τον εαυτό του σαν το ανώτερο πλάσμα της δημιουργίας, πιστεύοντας πως η γη, ο ουρανός και τʼ αστέρια έχουν πλαστεί για τους τυφλοπόντικες, ότι υπάρχει ένας θεός για τους τυφλοπόντικες, που τους δημιούργησε και τους υποσχέθηκε την αθανασία. Αλλά ξάφνου ο τυφλοπόντικας αντιλαμβάνεται πως είναι μόνο τυφλοπόντικας, πως η γη, ο ουρανός και τʼ αστέρια δεν πλάστηκαν για λογαριασμό του. Ο τυφλοπόντικας υποφέρει, αισθάνεται και σκέφτεται, αλλά τα δεινά του, τα αισθήματά του και οι σκέψεις του δεν μπορούν νʼ αλλάξουν τη μοίρα του. Ο τυφλοπόντικας θα συνεχίσει να σκάβει τη γη και η γη θα συνεχίσει να τον θάβει. Στο σημείο αυτό ο τυφλοπόντικας έχει αντιληφτεί πως είναι ένας “τραγικός τυφλοπόντικας”.(2)
Στην “Ελένη” ο κόσμος χάνει το νόημά του, αλλά εδώ μένουν ορισμένες αξίες που προδίδονται χωρίς να κλονίζονται, μʼ ένα ρυθμό σταθερό και αναλοίωτο. Μπορούμε να πούμε πως ο Σεφέρης νοιώθει τον άνθρωπο σαν μέλισσα. Με υπομονή και μόχθο πολύ, χιλιάδες μέλισσες χτίζουν τις κυρήθρες τους. Το μέγεθος και η αρχιτεκτονική τους είναι πράγματα που υπαγορεύονται από το ένστικτο και όχι μετά από ενσυνείδητη σκέψη. Οι κυρήθρες που κατασκευάζουν είναι για τον εαυτό τους. Εκει μέσα ζουν, τρέφονται, πολλαπλασιάζονται. Μέλισσες και κυρήθρες είναι δυο ενότητες αδιαχώριστες. Αν οι μέλισσες χαθούν, οι κυρήθρες σβύνουν, στεγνώνουν, κονιορτοποιούνται. Αν οι κυρήθρες χαθούν, οι μέλισσες αποκόπτωνται από τον ζωοποιό ομφάλιο λώρο τους.
Ας φανταστούμε τώρα μια ομάδα μελισσών με συνείδηση. Αν η ομάδα αυτή βρίσκεται στα χέρια του ανθρώπου, τότε οι κυρήθρες της είναι στη διάκρισή του. Μπορεί είτε να τις τρυγήσει (πράγμα που σημαίνει στέρηση για τις μέλισσες) είτε να τις καταστρέψει ,πράγμα που σημαίνει τον αργό αλλά βέβαιο θάνατό τους). Η μέλισσα αντιλαμβάνεται πως είναι “τραγική μέλισσα” όταν φτάσει στη διαπίστωση πως το έργο της, που από το καθήκον της εκτέλεσής του δεν μπορεί να ξεφύγει καθόλου, είναι προορισμένο να χρησιμοποιηθή, ή να καταστραφεί από μια δύναμη που βρίσκεται έξω από τον κόσμο της μέλισσας, από μια θέληση που δεν μπορεί να την επηρεάσει στο παραμικρό. Η τραγική μέλισσα ξέρει το μάταιο του μόχθου της, αλλά δεν είναι σε θέση νʼ αρνηθή, ούτε στον ίδιο τον εαυτό της, παραμένουν πάντα οι ελπίδες και οι αξίες της μέλισσας.
Οι κηφήνες (το πλήθος των κηφήνων που καρπώνονται το αίμα των άλλων) είναι μια παρουσία φυσιολογική, που βρίσκεται μέσα στους κανόνες του παιχνιδιού, μέσα στον κόσμο της μέλισσας.
Ο Τεύκρος πιστεύει πως πάτησε την αντρειωμένη Τροία. Και πως η “ύβρις” του Πάρη τιμωρήθηκε. Πιστεύει ακόμα πως η Ελένη, που κυνηγούσαν οι Ελληνες χρόνια στο Σκάμαντρο, ήταν στην Τροία και, τώρα, στα χέρια του Μενέλαου. Τόσες ψυχές δοσμένες στις μυλόπετρες σαν το σιτάρι και το τρόπαιο της νίκης, η Ελένη, να δικαιώνει τη μεγάλη θυσία. Η θυσία έχει αντίκρυσμα, η ζωή έχει νόημα, ο κόσμος έχει φώτα. Ο Τεύκρος έχει στο ταξίδι του γυρισμού ήσυχη τη συνείδησή του. Η αξία και το τίμημα για την απόκτηση της ισοζυγίστηκαν. Και ξάφνου, η Ελένη, με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, (κι αυτό το ανάστημα) με τα μεγάλα βλέφαρα, είταν εκεί, στην όχθη του Νείλου. Και στην Τροία; Τίποτε στην Τροία-ένα είδωλο. Η αξία δεν είταν στην Τροία· στην Τροία το είδωλο της αξίας. Στη σκέψη του Τεύκρου το ισοζύγιασμα αξίας-τιμήματος καταστρέφεται, το τίμημα μένει μόνο του, βάρος ασήκωτο που πέφτει στην άβυσσο.
Το τραγικό στοιχείο στην “Ελένη” δεν συννίσταται στην a posteriori διάψευση μιας μεγάλης θυσίας. Η θυσία βέβαια έγινε σʼ ένα είδωλο· μα η ουσία του ειδώλου, το σώμα και όχι το καθρέφτισμά του, υπήρχε κάπου αλλού, πλάσμα ατόφιο. Το τραγικό βρίσκεται στον τόιπο που έγινε η θυσία. Η θυσία, για να έχει νόημα, έπρεπε να γίνει κάπου αλλού, όχι εκεί, στην Τροία. Οι Ελληνες κυνήγησαν την Ελένη, ο Σκάμαντρος ξεχύλισε κουφάρια, μα οι θεοί τους πρόσφεραν για τρόπαιο ένα είδωλο. Και έμελλε να μάθουνε την αλήθεια πολύ μετά το τέλος της θυσίας: Η Ελένη ήταν πάντα στην Αίγυπτο.
Ο άνθρωπος μάχεται για αξίες και η μάχη του έχει νόημα όταν οι αξίες συνυφαίνονται στο πλαίσιο της κατάστασης που διαμορφώνεται μετά την έκβαση της σύγκρουσης. Η μάχη όμως δίνεται πάντα στο πλαίσιο μιας πραγματικής κατάστασης, υπάρχουν πάντα οι Αχαιοί, οι Τρώες και η διεκδικούμενη Ελένη, η αξία. Η αξία, στη διάρκεια της σύγκρουσης, δεν ανήκει ουσιαστικά σε κανέναν από τους αντιπάλους: η τύχη της συνδέεται άρρηκτα με την έκβαση. Η αξία μετεωρίζεται πάνω από το πεδίο της μάχης και η έκβαση κρίνει για το ποιός θα είναι ο τελικός της κάτοχος. Το αν θα επιζήσει ή όχι η αξία μετά τη μάχη, το αν αποδειχθή ή όχι αληθινή αξία, αυτό διαπιστώνεται μετά τη μάχη. Στη διάρκεια της μάχης εκφράζονται μόνο ισχυρισμοί για την ποιότητά της και πάνω στα δικαιώματα κατοχής της· μετά τη μάχη η αξία αποκαλύπτει την αληθινή της μορφή και την ποιότητά της μέσα από τις πράξεις και την εικόνα που παρουσιάζει ο μοναδικός κάτοχός της. Αυτή ακριβώς τη στιγμή, το όνειρο που έθρεψε τη μεγάλη θυσία βρίσκει το μέτρο του, που είναι η μορφή και το περιεχόμενο της αξίας χρόνια μετά τη μάχη. Το “ανέφικτο” της αξίας, που διαπιστώνεται μετά τη μεγάλη θυσία, είναι το τραγικό στοιχείο στη σύγχρονη ιστορία. Και αυτό το στοιχείο αποκαλύπτει η οδύνη, του ποιητή μέσα στην “Ελένη”… Η μέλισσα ξέρει τώρα πως η θυσία και το έργο της, που από το καθήκον της εκτέλεσής τους δεν μπορεί να ξεφύγει καθόλου, είναι προορισμένα να χρησιμοποιηθούν ή να καταστραφούν, από μια δύναμη που βρίσκεται έξω από τον κόσμο της, από μια θέληση που δεν μπορεί να την επηρεάσει στο παραμικρό.
Στην “Ελένη” ο Σεφέρης έχει τη χάρη του θεού: μιλά απλά. Ο λόγος του απέριτος, τα νοήματά του καθαρά σαν χρυσάφι, η δημοτική του σμιλεμένη με φροντίδα και υπομονή, χωρίς τίποτε το προσωπικό μέσα της. Το ποίημα προχωρεί προς την έκβαση περνόντας από τη μεγάλη απορία και την απόγνωση του Τεύκρου και φτάνοντας στην ίδια οδυνηρή διάψευση του Πριάμου ή της Εκάβης ή κάποιου ανώνυμου. Η μεγάλη απορία καθρεφτίζεται πια στα μάτια του ανθρώπου, η μοίρα του Τεύκρου καθολικεύεται. Εδώ η διάψευση, που φτάνει στην απόγνωση κι όχι στην κάθαρση, δεν αφορά μόνο τους νικητές μα και τους νικημένους.
Γιατί κι ο Πάρης, μʼ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να είταν πλάσμα ατόφιο. Και, τόσα κορμιά ριγμένα στα σαγόνια της θάλασσας, στα σαγόνια της γης· τόσες ψυχές δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι. Αναδύεται δραματικά η ματαιότητα της θυσίας, πέρα από το ποιός είχε το “δίκιο” και ποιός το “άδικο”. Στο δόλο των θεών, πιασμένοι μαζί, Θησέας και Μινώταυρος. Και η Αριάδνη, γελασμένη στο νησί που την εγκατέλειψαν, να κλαίει με τʼ ανεκπλήρωτο όνειρο των παλατιών της Αθήνας. Σιγά-σιγά το όνειρο ξεθωριάζει και οι φίλοι του μαζί με τους εχθρούς του ξεμένουν σε σκοτεινές γωνιές αραχνιάζουν στη μνήμη. Ερχουνται άλλα όνειρα για να κρατήσουν άλλους ανθρώπους στη ζωή και οι μαντατοφόροι έρχουνται αδιάκοπα, με το ίδιο πάντα μήνυμα στα χείλη: τόσος πόνος, τόση ζωή πήγαν στην άβυσσο, για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιάν Ελένη. Και οι μέλισσες, καταδικασμένες, συνεχίζουν.
Αλλάζουν το σχήμα του έργου τους, μήπως έτσι ξεφύγουν τη διαρπαγή τους εδώ το μεγαλείο τους.
Ο Τεύκρος λυγίζει από τον πόνο και η μνήμη του χαμένου αδελφού του, του Αίαντα, έρχεται να προστεθή στʼ ασήκωτο πια για την ψυχή του ανθρώπου βάρος. “Κι ο αδερφός μου;”: η στιγμή της έσχατης αγωνίας. “Τʼ είναι θεός; τί μή θεός; και τί τʼ ανάμεσό τους;”. Εδώ, η φωνή του ικέτη που έχασε από το ναό τις ανάγλυφες μορφές της λατρείας του. Είναι όμως λάθος να πιστέψουμε πως ο ποιητής σταματά στο σκοτεινό αδιέξοδο της απόγνωσης· όπως θα είταν το ίδιο λάθος να προσμένουμε αξίες από τον ποιητή που ξέρει από είδωλα. Ο ποιητής γυρεύει το στήριγμα, και το βρίσκει, από τη γεμάτη ανθρώπινο μόχθο και αίμα και όνειρα ιστορία. “Τούτα τα κορμιά, πλασμένα από ένα χώμα που δεν ξέρουν, έχουν ψυχές. Μαζεύουν σύνεργα για να τις αλλάξουν, δε θα μπορέσουν· μόνο θα τις ξεκάμουν, αν ξεγίνουνται οι ψυχές. Δεν αργεί να καρπίσει τʼ αστάχυ, δε χρειάζεται μακρύ καιρό για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι…”. Το ξεσήκωμα, η στιγμή ελευθερίας των μελισσών, η μόνη δικαίωση. Πέρα από τούτη τη στιγμή εκτείνεται ο χώρος του ονείρου και, στον ορίζοντα στέκει το είδωλο. Η στιγμή της άρνησης απέναντι στη μοίρα: εδώ το μεγαλείο του ανθρώπου.
Είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει.
Ν.Γ.
1. Ερωτόκριτος: Εισαγωγή Γ. Σεφέρη, σελ. 8
2. Κώτ: Shakespeare our Contemporary, σελ. 30-31.
Καθώς περνούν τα χρόνια
πληθαίνουν οι κριτές
που σε καταδικάζουν·
καθώς περνούν τα χρόνια
και κουβεντιάζεις με
λιγότερες φωνές,
βλέπεις τον ήλιο μʼ άλλα μάτια·
ξέρεις πως εκείνοι
που έμειναν,
σε γελούσαν, το παραμίλημα
της σάρκας,
ο όμορφος χορός
που τελειώνει στη γύμνια.
Οπως, τη νύχτα
στρίβοντας
στην έρμη δημοσιά,
άξαφνα βλέπεις να γυαλίζουν
τα μάτια ενός ζώου
που έφυγαν κιόλας,
έτσι νιώθεις τα μάτια σου·
τον ήλιο τον κοιτάς,
έπειτα χάνεσαι
μες στο σκοτάδι·
ο δωρικός χιτώντας
που αγγίξανε τα δάχτυλά σου
και λύγισε σαν τα βουνά,
είναι ένα μάρμαρο στο φως,
μα το κεφάλι του είναι
στο σκοτάδι…
Ο άνθρωπος… Ο ποιητής
Σε μια δημόσια συζήτηση πάνω στην ποίηση ο Σάρτρ άκουσε από έναν Σοβιετικό νέο μίαν “ολότελα φυσική και πολύ όμορφη” φράση: “Είμαι τεχνικός” είπε ο νέος “και έχω ανάγκη την ποίηση για να κάνω σωστά την τεχνική δουλειά μου.
Στα λόγια αυτά ανακαλύπτει κανείς τη σχέση της πνευματικής μας κληρονομιάς ή παρουσίας με όλες τις μορφές κοινωνικής δραστηριότητας και τη σημασία της σʼ όλη την προσπάθεια του ανθρώπου για νʼ αποκτήσει μια ανώτερη συνείδηση τόσο για τον εαυτό του όσο και για τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει, δουλεύει και παλεύει για στόχους και οράματα. Και η ποίηση, σαν συστατικό μέρος της κληρονομιάς αυτής, συμβάλλει στην ανάπτυξη και ολοκλήρωση του ανθρώπου, αρκεί νʼ απορρέει από ή να προσεγγίζει στα προβλήματα εκείνα που γύρω τους παίζεται είτε το δράμα της ατομικής ύπαρξης είτε το παιχνίδι των δυνάμεων που διαγράφουν την πορεία της ανθρωπότητας γενικά. Η ποίηση δεν μπορεί νάχει άλλο μέτρο παρά το μέγεθος κάλυψης των βαθύτατων ανθρώπινων αναγκών, μεταφυσικών ή κοινωνικών, και παύει νʼ ανθίζει φυσικά απʼ τη στιγμή της ταύτισής της με την οποιαδήποτε περιορισμένη ¨σκοπιμότητα”. Στην περίπτωση αυτή η διάρκεια της ζωής της είναι η διάρκεια ζωής της συγκεκριμένης σκοπιμότητας και μέτρο της αξίας της όχι ο βαθμός της σημασίας της για τον άνθρωπο γενικά αλλά για τη σκοπιμότητα ιδιαίτερα: Η ποίηση του Σεφέρη είναι ένα από τα μέρη της πνευματικής μας κληρονομιάς που επέζησε και θα επιζήσει μέσα στο χρόνο, μια ποίηση κι ένας κόσμος που μέσα του ανακαλύπτει κανείς τον άνθρωπο που κρύβει μέσα του, τον διαβάτη της ζωής που ψάχνει στην κάθε στιγμή και στο ασήμαντο ή το τρανό, να βρει το νόημα, την αλήθεια. Και που, σʼ όλη της την έκταση είναι στολισμένη με την Ελλάδα, μιαν Ελλάδα κουρασμένη κι εξαίσια, πληγωμένη και γεμάτη ένδοξες μνήμες, κατάφορτη από ξεπεσμούς μα και μηνύματα.
Ο Σεφέρης δεν είναι μόνο ο ποιητής της “Ελένης”, δεν είναι μοναχά μύστης της “ελευθερίας”, της “αλήθειας” και της “δικαιοσύνης”. Εδώ κρύβεται κι ο κίνδυνος για την ποίηση του Σεφέρη: να τονιστεί δηλ., για λόγους πρόσκαιρης πολιτικής σκοπιμότητας, μονάχα το κοινωνικό της περιεχόμενο και νʼ αγνοηθή η πολυπλευρικότητα της Σεφερικής δημιουργίας: η πίκρα του ανθρώπου μέσα σʼ ένα κόσμο που κρύβει το πρόσωπό του με φτιασίδια, η οδύνη της μοναξιάς, η θέα του θανάτου, η μουσική του έρωτα που αναβλύζει μέσα από στίχους λιτούς, η μοναδικότητα και ταυτόχρονα, η καθολικότητα της προσωπικής εμπειρίας, ο πόνος μπροστά σε μια πίστη που πάει να σβήσει.
Η επανάσταση του ʽ21 άσκησε στη συνείδηση και την ποίηση του Σολωμού επίδραση καταλυτική. Το ʽ97 και ολάκερη η μετέπειτα αναγεννητική πορεία του ελληνικού έθνους, βρήκαν την εκδήλωση τους σε πολλά κομμάτια της Παλαμικής ποίησης.
Για τον Σεφέρη, το αμετακίνητο (ιστορικό) ορόσημο, είναι, καθώς έχει γενικά γίνει παραδεκτό, η μικρασιατική καταστροφή. Ο Σεφέρης όμως δεν στάθηκε απέναντί της σαν ψυχρός ιστορικός ή πολιτικός ανατόμος. Η μικρασιατική καταστροφή στάθηκε για το Σεφέρη βίωμα προσωπικό. Ο,τι ήταν ο φυσικός κόσμος μέσα στον οποίο είχε ζήσει τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, ότι είταν ο κοινωνικός περίγυρος όπου εγνώρισε την ομογένεια, ό,τι ήταν το σπίτι, οι πρώτες αναμνήσεις, ό,τι είταν παραδόσεις της πολιτείας και της οικογένειας, όλα αυτά εξεριζώθηκαν από μέσα του, έγιναν ιστορία, μνήμη μιας χαμένης ελληνικής ζωής, σχήμα μιας Ιωνίας στερημένης από την ανθρώπινη, προαιώνια, σύστασή της. Αυτή η ιδιάζουσα μορφή της εθνικής εμπειρίας του Σεφέρη, είναι εκείνη η οποία θα δούμε να μαλάσσει την ποίησή του, να της δίνει μια χροιά ιδιαίτερη, την μοναδικότητά της.
Δύο χαρακτηριστικά στην ποίηση του Γ. Σεφέρη: Το ιστορικό γεγονός είναι πάντοτε βιωμένο με προσωπικό τρόπο και δοσμένο σε σχέση με την καθημερινή ζωή του ποιητή. Αυτό σημαίνει ότι ο Γ.Σ. δεν αντικρύζει το ιστορικό γεγονός μέσα από το πρίσμα μιας καθιερωμένης πολιτικής ή φιλοσοφικής θεώρησης, αλλά με τα μάτια του απλού ανθρώπου που στοχάζεται και μετρά την ιστορία μέσα από τις γνήσιες ανάγκες του και τα τραύματα ή τις εξάρσεις που δέχεται η συνείδηση όταν κινείται σʼ ένα περίγυρο φαινομενικά πολύπλοκο και αντιφατικό. Γιʼ αυτό η ποίηση του Γ.Σ. δεν έχει τίποτα από την υπεροψία και το πομπώδες του Παλαμά, και μέσα σʼ αυτή διαχέεται σεμνά ένας βαθύς ανθρώπινος πόνος-πόνος μιας ύπαρξης που συνθλίβεται κάτω από το βάρος της αδικίας των δυνατών και της αδυναμίας της να σφραγίσει την εικόνα του κόσμου με τα σημάδια της απέραντης αγάπης και της γαλήνης. Αυτή η αποστροφή του Γ.Σ. για τις γνωστές “ιδέες και κοσμοθεωρίες” δεν έχει τίποτα με την τάση υπερτίμησης του υποκειμενικού. Το μόνο που νοιώθει είναι να δώσει με τα προσωπικά του εκφραστικά μέσα τα προσωπικά του βιώματα, βιώματα που οι απώτερες αιτίες τους διαλύονται μερικές φορές στο ιστορικό γεγονός ή τον μύθο. Η στάση αυτή τον φέρνει πάντα στο σημείο να εκφράζει μοναδικά και ανεπανάληπτα αξίες και σκέψεις καθολικές, τον ανεβάζει στο επίπεδο του κλασσικού, που δεν έρχεται να δείξει ή να υπηρετήσει με την τραγωδία αξίες, μα που μόνο τις εκφράζει αβίαστα και φυσικά. Εδώ μας έρχονται στο νου τα λόγια του Σεφέρη: “Δεν έχω ιδέα για φιλοσοφικές θέσεις και παγκόσμιες απόψεις. Προτιμώ τις κοσμοθεωρίες μʼ έναν τρόπο στεγνό, απωφωτικό και, δεν ξέρω πώς να το πω, στεγνό. Δεν μου αρέσουν οι άνθρωποι που προσπαθούν να εκφράσουν κοσμοθεωρίες γράφοντας ποίηση… Ποιά ήταν η κοσμοθεωρία του Ομήρου;”
Αλλο χαρακτηριστικό της ποίησης του Γ.Σ. είναι η έκδηλη αλλʼ όχι και φανατισμένη απέχθειά του για το άμεσο περιβάλλον του-τον κόσμο της ανώτερης διπλωματίας και της σύγχρονης ευρωπαϊκής αριστοκρατίας-το στολισμένο με φανταχτερά και συνάμα ψεύτικα στολίδια, το κρυμμένο πίσω από τις μάσκες της ευπρέπειας, της αδιαφορίας και της εξυπηρετικής άγνοιας. Ο μύθος και η σκηνή μιας καθημερινής, ανερμάτιστης, συνομιλίας μπλέκονται σε σύνολα λιτά, που φωτίζουν έναν κόσμο που ζει με δικά του φώτα και είδωλα, μα χωρίς να καταλαβαίνει και να πονά, χωρίς τον άνθρωπο. “… ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες, καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μεσʼ στο κλουβί του”.
Ο Σεφέρης δεν έχει τίποτα τʼ αριστοκρατικό. Οι ιδέες του, η αγάπη του για τους άλλους, η σεμνότητα και τιμιότητα του χαρακτήρα του, τα ενδιαφέροντά του για τη λαϊκή τέχνη και τους λαϊκούς δημιουργούς, η βαθειά προσήλωσή του στη γνήσια πνευματική και γλωσσική παράδοση, και το ζωντανό του παρόν σε κρίσιμες για το έθνος στιγμές, δεν συνθέτουν με κανέναν τρόπο ένα “περιφρονητή του πλήθους”, “Θεέ μου! όχι μʼ αυτούς. Ας γίνει αλλοιώς το θέλημά σου!”, θα πει ο ποιητής, χωρίς να ξέρει και χωρίς να θέλει τον οποιοδήποτε πολιτικό χαρακτηρισμό. Κι αλήθεια, αν ήθελε, κανείς να γράψει για τη στάση ζωής του ποιητή, και νάναι πέρα για πέρα αληθινός, θάγραφε για το έργο του. Για τίποτʼ άλλο.
Η γλώσσα του Σεφέρη: Η γλώσσα του Σεφέρη είναι η δημοτική. Ομως όχι μια δημοτική που μένει στους τύπους ή που εκτρέπεται σε κτυπητές ακρότητες. Είναι μια γλώσσα που αναδύεται φυσικά μέσα από τη ζωντανή παράδοση του ελληνισμού, που είναι σμιλεμένη βασανιστικά από τον ποιητή, και που πάνω της χαράσσεται διακριτικά η λεπτή του ευαισθησία. Οπως και ο Σολωμός, έτσι και ο Σεφέρης μελέτησε βαθειά το δημοτικό τραγούδι, τον Ερωτόκριτο και γενικά τη δημιουργία της Επαναστατικής σχολής. Και, πάρα πέρα, ήταν ο Σεφέρης που “ανακάλυψε” το μέγεθος της σημασίας του Μακρυγιάννη και που έσκυψε με σύνεση και προσοχή, για να βρει τις ρίζες μιας γλώσσας ρέουσας και ζωντανής, που τα άκρα τους φτάνουν στην αρχαία τραγωδία. Η βαθειά γνώση της ελληνικής γλώσσας και πνευματικής παράδοσης του επέτρεπε να κάνει άνετη χρήση των ξένων λόγων και στίχων, φτάνοντας και να ενσωματώνει σχεδόν αυτούσια κομμάτια τους στην ποίησή του, που πάνω της δέσποζε πάντα η εντελώς προσωπική και ανεπανάληπτη φωνή του. Αυτό είναι αληθινό και για τις μεταφράσεις του (ή μεταγραφές όπως τις έλεγε ο ίδιος) τόσο των ξένων ποιητών (Eliot) όσο και εκκλησιαστικών κειμένων (Ασμα Ασμάτων).
Ο Σεφέρης γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1900 και τα παιδικά του χρόνια τα έζησε στην καρδιά του Ελληνισμού της μικράς Ασίας. Κοντά στους απλούς ψαράδες που του μιλούσαν για τους καϋμούς της θάλασσας, στη γιαγιά που τούλεγε για το μέγα-αλέξαντρο και τις άλλες δόξες τις χαμένες στα βάθη της Ασίας, μαθαίνοντας τους στίχους τʼ Ερωτόκριτου μαζί με τα παιχνίδια του με τʼ άλλα παιδιά της ομογένειας και τα γαλλικά, αποστηθίζοντας ολάκερα ποιήματα του Ουγκώ, ένοιωσε σιγά-σιγά πως “ολόκληρη η ελληνική ιστορία είναι φτιαγμένη από ταξίδια, γνωριμίες, ριζώματα και διαλόγους σε μακρινούς τόπους, που καταλήγουν πάντα σʼ ένα συμπέρασμα σφραγισμένο μʼ αυτή την ιδιότυπη σφραγίδα που την αναγνωρίζουμε αμέσως και που λέγεται ελληνισμός”.
Με την πρώτη έκδοση της “Στροφής” τον Μάη του 1931, ο Σεφέρης κάνει την πρώτη του εμφάνιση στην Ελληνική ποίηση. Ητανε ένα βήμα γεμάτο σεμνότητα και πίστη, κι έφερνε την ποίηση προς ένα νέο σημείο, της έδειχνε νέους ορίζοντες. Η διαίσθηση του Παλαμά διέκρινε πίσω από τους ομοιοκατάληκτους στίχους της Στροφής τον ανερχόμενο ρωμαλέο δημιουργό. Ομως ο Σεφέρης έμεινε για χρόνια άγνωστος στο ευρύ κοινό και αναγνωρισμένος στο χώρο των ειδικών της ποίησης. Η φωνή του ακούγεται μόνο στην κρίσιμη για το έθνος στιγμή της γερμανικής επίθεσης στις 6 Απριλίουι του 1941: “Ξέρουμε τώρα πως υπάρχει μια νέα τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη. Ξέρουμε τι σημαίνει: την δολοφονία των αδυνάτων· την χρήση των πιο ποταπών μορφών ψευτιάς για τη διάπραξη αυτών των φόνων· τη συστηματική εξόντωση των μικρών εθνών”. Και τραβήχτηκε ξανά στα καθήκοντα της διπλωματικής του υπηρεσίας και στην ποίηση. Ομως η ποιητική του φωνή δεν έβρισκε μέχρι το 1944, εκδότη και αναγκαζόταν να δημοσιεύει τα ποιήματά του με δικά του έξοδα.
Αν είναι σωστό πως η επικοινωνία μας με τους “άλλους” είναι μια από τις βασικές προϋποθέσεις για κατανόηση και αποκάλυψη μιας προσωπικής μας αλήθειας, τότε η επικοινωνία με μια ποίηση που μας βοηθά να φθάσουμε σε καθολικώτερες αξίες και να νοιώσουμε καλύτερα πως πρέπει να ζήσουμε και να πεθάνουμε σωστότερα, είναι ένα υπόδειγμα υπεύθυνης ποίησης. Τέτοιας ευθύνης ποιητής είναι και ο Σεφέρης. “Ο μεγάλος καλλιτέχνης, δέχεται ο Σεφέρης, δεν είναι της εποχής του, είναι αυτός ο ίδιος η εποχή του. Η ζωή του ποιητή είναι το σύνολο των εντυπώσεων, αισθήσεων και αντιδράσεων που είναι το υλικό του έργου του, μα είναι και συνάμα ένα κομμάτι της ανθρωπότητας που τον περιστοιχίζει με τους καημούς της, τους πόνους της, το μεγαλείο της, τους εξευτελισμούς της. Ο δεσμός του ποιητή με την εποχή του δεν είναι ο διανοητικός ή και συναισθηματικός ακόμη δεσμός που συνδέει τους ανθρώπους σε μια πολιτική διαδήλωση, αλλά ένας ομφάλιος λώρος, όπως το έμβρυο με τη μητέρα του, ένας δεσμός καθαρά βιολογικός… Δεν είναι λίγο πράγμα, όταν σκεφτεί κανείς ότι στα χρόνια μας δεν λείπουν οι ποιητές που μεταχειρίζονται τη λέξη “αλήθεια” ή την λέξη “ελευθερία” με την ίδια αδιαφορία που λένε σʼ έναν άγνωστο κύριο “χαίρω πολύ που σας γνώρισα”.
Και ο Σεφέρης, υπεύθυνα, δεν έπαψε ποτέ να βιώνει την “αλήθεια” και την “ελευθερία” της εποχής του. Δεν αμέλησε ποτέ, υπεύθυνα, να τις εκφράζει. Και να τις εκφράζει όχι από χρέος ενός οφειλέτη προς έναν απαιτητικό δανειστή. Ηταν γιʼ αυτόν, απλά η διέξοδος μιας εσωτερικής του ανάγκης και της συναίσθησης ευθύνης του απέναντι στα προβλήματα του καιρού του. Και χωρίς ίχνος κακία, το πολύ πίκρα. Είναι ακόμα νωπή η φωνή του ποιητή, που δόνησε τις καρδιές των Ελλήνων, όταν μια νύχτα, που όλα τα σκίαζε η φοβέρα, βγήκε από την οδυνηρή σιωπή του και στηλίτευσε τη δικτατορία:
Σε λίγες μέρες συμπληρώνεται ένας χρόνος από το θάνατό του. Τριανταένα χρόνια μετά την έκδοση της στροφής, εμείς που τόσο ανθρώπινα μας πόνεσε και μας αγάπησε μέχρι τις τελευταίες του στιγμές, ψηλαφούμε με πίστη την ελπίδα του.
Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη,
τραγούδησε, τραγούδησε…
δε σου μιλώ για περασμένα,
μιλώ για την αγάπη·
στόλισε τα μαλλιά σου
με τʼ αγκάθια του ήλιου,
σκοτεινή κοπέλα·
η καρδιά του Σκορπιού
βασίλεψε,
ο τύραννος μέσα
απʼ τον άνθρωπο έχει φύγει,
κι όλες οι κόρες
του πόντου,
Νηρηίδες, Γραίες
τρέχουν στα λαμπυρίσματα
της αναδυομένης·
όποιος ποτέ του δεν αγάπησε
θʼ αγαπήσει, στο φως.